- στερεώνομαι
- στερεώνομαι, στερεώθηκα, στερεωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αγγριφίζω — [αγγρίφι] 1. πιάνω κάτι με αγγρίφι, με άγκιστρο 2. πιάνομαι, στερεώνομαι καλά από κάπου … Dictionary of Greek
επιπήγνυμι — ἐπιπήγνυμι και ἐπιπηγνύω (AM) [πήγνυμι] τοποθετώ επάνω, στερεώνω, θεμελιώνω αρχ. 1. κάνω κάτι να πήξει ή να παγώσει στην επιφάνεια («ὁ δὲ παγετὸς ἐπιπήξας», Ξεν.) 2. (αμτβ.) πήζω 3. παθ. ἐπιπήγνυμαι προσηλώνομαι, στερεώνομαι … Dictionary of Greek
ζώνω — (AM ζώννυμι και ζωννύω, Μ και ζώνω) 1. (ενεργ. και μέσ.) περιβάλλω τη μέση με ζώνη, με ζωστήρα, περιζώνω ή αναρτώ κάτι από τη μέση με ζωστήρα (α. «έζωσε τη μέση του» β. «εζώστηκε το σπαθί του, τ άρματα του») 2. περικυκλώνω, περικλείω, πολιορκώ… … Dictionary of Greek
καρφώνω — [καρφί] 1. στερεώνω κάτι μπήγοντας καρφιά («καρφώνω τα σανίδια») 2. μπήγω σε κάποιο σώμα καρφί, μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο (α. «κάρφωσε στον τοίχο το καρφί» β. «τόν κάρφωσε με το μαχαίρι») 3. καταδίδω, προδίδω («μην τού εμπιστευθείς… … Dictionary of Greek
κατασφηνούμαι — κατασφηνοῡμαι, όομαι (Α) προσδένομαι στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σφηνοῦμαι «στερεώνομαι με σφήνες»] … Dictionary of Greek
προσαγκυλούμαι — όομαι, Α προσδένομαι επί πλέον με ιμάντες, στερεώνομαι επιπροσθέτως με λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀγκύλη] … Dictionary of Greek
προσελαύνω — Α [ἐλαύνω] 1. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι προς ένα σημείο («προσελαύνειν τὸν ἵππον», Πλούτ.) 2. προωθώ, σπρώχνω προς ένα σημείο («προσελαύνειν τινὰ φιλοσοφίᾳ», Διογ. Λαέρ.) 3. προχωρώ ιππεύοντας, πλησιάζω σε ένα μέρος έφιππος (α. «ὡς δὲ προσήλασε … Dictionary of Greek
προσερείδω — ΝΜΑ ακουμπώ, στηρίζω κάτι επάνω σε κάτι άλλο («προσήρεισαν τὰς κλίμακας ἀσφαλῶς» Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. σπρώχνω με ορμή κάτι, μπήγω κάτι («τὰς λόγχας προσερείσαντες ἐξεκέντησαν», Πολ.) 2. στερεώνομαι, εφαρμόζομαι στερεά («πρὸ τοῡ γε τὴν ἐπιδορατίδα … Dictionary of Greek
προσυφάπτω — Α (συν. το παθ.) προσυφάπτομαι δένομαι, στερεώνομαι κάτω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφάπτομαι «δένομαι, σφίγγομαι»] … Dictionary of Greek
ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για … Dictionary of Greek